- γιβερελικό οξύ
- Φυτική ορμόνη της κατηγορίας των γιβερελινών, που απομονώθηκε από τον μύκητα gibberella fujikuroi. Είναι κυκλική, ακόρεστη ένωση, του τύπου C19H22O6 και βρίσκεται στους σπόρους των φυτών. Χρησιμοποιείται στη γεωργία, για την ταχύτερη ανάπτυξη και άνθηση και τη βελτίωση των καρπών διαφόρων φυτών (δημητριακών, ρυζιού, βαμβακιού, καπνού κ.ά.).
Dictionary of Greek. 2013.